διόγκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διόγκωση | οι | διογκώσεις |
| γενική | της | διόγκωσης* | των | διογκώσεων |
| αιτιατική | τη | διόγκωση | τις | διογκώσεις |
| κλητική | διόγκωση | διογκώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διογκώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διόγκωση < ελληνιστική κοινή διόγκωσις[1]
Ουσιαστικό
διόγκωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διογκώνω
- η αύξηση του όγκου σε κάτι
- η πρόκληση αύξησης σε κάτι πέρα από το λογικό μέτρο
- (μεταφορικά) η απόδοση σε κάτι μεγαλύτερης σπουδαιότητας από ό,τι έχει πραγματικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- διόγκωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.