τραύμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τραύμα | τα | τραύματα |
| γενική | του | τραύματος | των | τραυμάτων |
| αιτιατική | το | τραύμα | τα | τραύματα |
| κλητική | τραύμα | τραύματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραύμα < αρχαία ελληνική τραῦμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾav.ma/
Ουσιαστικό
τραύμα ουδέτερο
- οποιαδήποτε βλάβη σε ιστό που είναι αποτέλεσμα της επενέργειας μιας εξωτερικής δύναμης (πχ μπορεί να οφείλεται σε πτώση, πρόσκρουση, είσοδο ξένου σώματος κλπ)
- (κατ’ επέκταση) για τον ψυχικό κόσμο
- ψυχικό τραύμα
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.