πλανητάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλανητάριο | τα | πλανητάρια |
| γενική | του | πλανητάριου | των | πλανητάριων |
| αιτιατική | το | πλανητάριο | τα | πλανητάρια |
| κλητική | πλανητάριο | πλανητάρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλανητάριο < πλανήτης
Ουσιαστικό
πλανητάριο ουδέτερο
- κέντρο προώθησης της επιστήμης στο ευρύ κοινό με προβολές, βιβλιοθήκες και πειράματα
- μέρος προβολών επιστημονικών εκπομπών (όχι μόνο αστροφυσικής θεματολογίας)
- ίδρυμα που δευτερογενώς έχει βιβλιοθήκες και πειραματικές αίθουσες
Μεταφράσεις
πλανητάριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.