acrimonious

Αγγλικά (en)

Προφορά

/ˌakrɪˈməʊnɪəs/

Επίθετο

acrimonious (en)

  1. εχθρικός, πικρόχολος, πικρός, δριμύς, δηκτικός, οξύς, τεταμένος, σκληρός
    acrimonious negotiations: σκληρές / επίπονες διαπραγματεύσεις
    acrimonious relations: εχθρικές / τεταμένες σχέσεις
    acrimonious divorce: μη συναινετικό διαζύγιο με έντονη αντιπαράθεση μεταξύ των πρώην συζύγων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.