μελάγχολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ μελάγχολος | τὸ μελάγχολον | οἱ, αἱ μελάγχολοι | τὰ μελάγχολα |
| Γενική | τοῦ, τῆς μελαγχόλου | τοῦ μελαγχόλου | τῶν μελαγχόλων | τῶν μελαγχόλων |
| Δοτική | τῷ, τῇ μελαγχόλῳ | τῷ μελαγχόλῳ | τοῖς, ταῖς μελαγχόλοις | τοῖς μελαγχόλοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν μελάγχολον | τὸ μελάγχολον | τοὺς, τὰς μελαγχόλους | τὰ μελάγχολα |
| Κλητική | μελάγχολε | μελάγχολον | μελάγχολοι | μελάγχολα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μελαγχόλω | |||
| Γενική-Δοτική | μελαγχόλοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.