πικραίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πικραίνω < αρχαία ελληνική πικραίνω < πικρός

Ρήμα

πικραίνω (παθητική φωνή: πικραίνομαι)

  1. (σπάνιο) κάνω κάτι να έχει πικρή γεύση
    άλλες μορφές: πικρίζω
  2. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να λυπάται ή να στενοχωριέται
     συνώνυμα: λυπώ, στενοχωρώ, δυσαρεστώ, κακοκαρδίζω, φαρμακώνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

 δείτε τις λέξεις πικρίζω και στενοχωρώ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.