σερβίρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σερβίρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σερβίρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική servire

Ρήμα

σερβίρω

  • τοποθετώ φαγητό σε πιάτο ή ποτό σε ποτήρι (για κάποιον)
    Να σας σερβίρω τώρα, ή θα περιμένετε τους φίλους σας;
      Έψηνε τους καφέδες και τους σέρβιρε η ίδια μέσα στη σιωπή. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])

  • σερβιρίζω

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σερβίρω σέρβιρα θα σερβίρω να σερβίρω σερβίροντας
β' ενικ. σερβίρεις σέρβιρες θα σερβίρεις να σερβίρεις σέρβιρε
γ' ενικ. σερβίρει σέρβιρε θα σερβίρει να σερβίρει
α' πληθ. σερβίρουμε σερβίραμε θα σερβίρουμε να σερβίρουμε
β' πληθ. σερβίρετε σερβίρατε θα σερβίρετε να σερβίρετε σερβίρετε
γ' πληθ. σερβίρουν(ε) σέρβιραν
σερβίραν(ε)
θα σερβίρουν(ε) να σερβίρουν(ε)

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.