πιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πιασμένος η πιασμένη το πιασμένο
      γενική του πιασμένου της πιασμένης του πιασμένου
    αιτιατική τον πιασμένο την πιασμένη το πιασμένο
     κλητική πιασμένε πιασμένη πιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πιασμένοι οι πιασμένες τα πιασμένα
      γενική των πιασμένων των πιασμένων των πιασμένων
    αιτιατική τους πιασμένους τις πιασμένες τα πιασμένα
     κλητική πιασμένοι πιασμένες πιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιάνω, πιάνομαι

Μετοχή

πιασμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.