πιάνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιάνο | τα | πιάνα |
| γενική | του | πιάνου | των | πιάνων |
| αιτιατική | το | πιάνο | τα | πιάνα |
| κλητική | πιάνο | πιάνα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Φρεντερίκ Σοπέν (Chopin)
Σπουδή (étude) από το έργο 25, αριθμός 1 διάρκεια: 03'01'' - πιανίστας: Donald Betts Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων. |

Πιάνα με ουρά
Ετυμολογία
- πιάνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piano (σιγανά)
- για το όργανο < (άμεσο δάνειο) ιταλική piano (σιγανά) < pianoforte < piano + forte (πιάνο και φόρτε, για τη δυνατότητα του οργάνου να ηχεί σιγανά ή δυνατά, σε αντιδιαστολή με όργανα όπως το τσέμπαλο ή το κλάβικορντ που είχαν στατική δύναμη ήχου. Το τεχνικό αυτό πρόβλημα έλυσε τον 16ο αιώνα ο Μπαρτολομέο Κριστόφορι εφευρίσκοντας το πιανοφόρτε)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpça.no/ & /ˈpia.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πιά‐νο & πι‐ά‐νο
- ομόηχο: πιάνω
Ουσιαστικό
πιάνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο)
- όργανο με πλήκτρα και χορδές· ο μουσικός χτυπάει τα πλήκτρα που αντιστοιχούν σε κάθε νότα και η κρούση με μηχανισμό μεταφέρεται στην ανάλογη χορδή
- (συνεκδοχικά) η μουσική που παίζεται με πιάνο
- σιγανά
- τρόπος εκτέλεσης της μουσικής με χαμηλή ένταση ήχου
- (μουσική) ένδειξη εκτέλεσης της μουσικής: σε σιγανό ήχο
- σύμβολο: το πλάγιο p
Συνώνυμα
- κλειδοκύμβαλο(ν) (καθαρεύουσα)
Συγγενικά
-
πιάνο στη Βικιπαίδεια

- τσέμπαλο ή αρπίχορδο
- κλάβικορντ ή κλαβίχορδο
- φορτεπιάνο
Μεταφράσεις
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.