αγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγγίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγγίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐγγίζω (φέρνω κοντά) < ἐγγύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γί‐ζω
Ρήμα
αγγίζω (και εγγίζω), αόρ.: άγγιξα/άγγισα, παθ.φωνή: αγγίζομαι, π.αόρ.: αγγίχτηκα/-ίστηκα, μτχ.π.π.: αγγιγμένος/αγγισμένος «κλίση 'αγγίζω'»[1]
- ακουμπώ κάτι με την άκρη των δαχτύλων μου, πολύ απαλά
- ↪Απαγορεύεται να αγγίζετε τα εκθέματα του μουσείου
- ασχολούμαι με κάτι νέο, πολύ επιφανειακά, χωρίς να εμβαθύνω
- (μεταφορικά) πειράζω κάποιον, τον προκαλώ φιλικά
- (μεταφορικά) συγκινώ κάποιον
- ↪ με άγγιξαν πολύ τα λόγια του
- αγγεύω
- αγγιάζω
- αγγιάω
- γγιάω
Σύνθετα
Κλίση
Η «κλίση 'αγγίζω'» με διπλούς τύπους[1] -ίζω, -ιξα/ισα, -ίχτηκα/ίστηκα, -ιγμένος/-ισμένος
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
αγγίζω
|
Αναφορές
- Η κλίση 'αγγίζω' Ρ.2.3. όπως στο - αγγίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.