πιάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πιάνομαι < παθητική φωνή του ρήματος πιάνω
Ρήμα
πιάνομαι
- για ένα κινούμενο αντικείμενο που ακινητοποιείται με τα χέρια
- αυτό το πέναλντι δεν πιανόταν
- συλλαμβάνομαι
- πιάστηκαν οι ληστές
- νιώθω σωματικό πόνο ή ενόχληση που δυσκολεύει την κίνηση´
- πιάστηκα οδηγώντας τόσες ώρες
- μετράω ως, με υπολογίζουν ως, με αναγνωρίζουν
Εκφράσεις
- πιάστηκαν στα χέρια: συνεπλάκησαν, χτυπήθηκαν, πάλεψαν
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πιάνομαι | πιανόμουν(α) | θα πιάνομαι | να πιάνομαι | ||
| β' ενικ. | πιάνεσαι | πιανόσουν(α) | θα πιάνεσαι | να πιάνεσαι | (πιάνου) | |
| γ' ενικ. | πιάνεται | πιανόταν(ε) | θα πιάνεται | να πιάνεται | ||
| α' πληθ. | πιανόμαστε | πιανόμαστε πιανόμασταν |
θα πιανόμαστε | να πιανόμαστε | ||
| β' πληθ. | πιάνεστε | πιανόσαστε πιανόσασταν |
θα πιάνεστε | να πιάνεστε | (πιάνεστε) | |
| γ' πληθ. | πιάνονται | πιάνονταν πιανόντουσαν |
θα πιάνονται | να πιάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πιάστηκα | θα πιαστώ | να πιαστώ | πιαστεί | ||
| β' ενικ. | πιάστηκες | θα πιαστείς | να πιαστείς | πιάσου | ||
| γ' ενικ. | πιάστηκε | θα πιαστεί | να πιαστεί | |||
| α' πληθ. | πιαστήκαμε | θα πιαστούμε | να πιαστούμε | |||
| β' πληθ. | πιαστήκατε | θα πιαστείτε | να πιαστείτε | πιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | πιάστηκαν πιαστήκαν(ε) |
θα πιαστούν(ε) | να πιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πιαστεί | είχα πιαστεί | θα έχω πιαστεί | να έχω πιαστεί | πιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις πιαστεί | είχες πιαστεί | θα έχεις πιαστεί | να έχεις πιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πιαστεί | είχε πιαστεί | θα έχει πιαστεί | να έχει πιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πιαστεί | είχαμε πιαστεί | θα έχουμε πιαστεί | να έχουμε πιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πιαστεί | είχατε πιαστεί | θα έχετε πιαστεί | να έχετε πιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πιαστεί | είχαν πιαστεί | θα έχουν πιαστεί | να έχουν πιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πιασμένος - είμαστε, είστε, είναι πιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
πιάνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.