καταφέρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταφέρνω < αρχαία ελληνική καταφέρω < κατά + φέρω < πρωτοελληνική *pʰérō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰéreti < *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.taˈfeɾ.no/

Ρήμα

καταφέρνω

  1. κατορθώνω να πετύχω κάτι
  2. (μεταφορικά) πείθω
  3. (οικείο) καταβάλλω
  4. (σπάνιο) άλλη μορφή του καταφέρω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.