επιδρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιδρώ < ελληνιστική κοινή ἐπιδράω / ἐπιδρῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική einwirken)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈðɾo/
Συγγενικά
- αλληλεπίδραση
- αλληλεπιδρώ
- αντεπίδραση
- επίδραση
- επιδραστικά
- επιδραστικός
- συνεπιδρώ
- → δείτε τις λέξεις επί και δρω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιδράω - επιδρώ | επιδρούσα | θα επιδράω - επιδρώ | να επιδράω - επιδρώ | επιδρώντας | |
| β' ενικ. | επιδράς | επιδρούσες | θα επιδράς | να επιδράς | επίδρα - επίδραγε | |
| γ' ενικ. | επιδράει - επιδρά | επιδρούσε | θα επιδράει - επιδρά | να επιδράει - επιδρά | ||
| α' πληθ. | επιδράμε - επιδρούμε | επιδρούσαμε | θα επιδράμε - επιδρούμε | να επιδράμε - επιδρούμε | ||
| β' πληθ. | επιδράτε | επιδρούσατε | θα επιδράτε | να επιδράτε | επιδράτε | |
| γ' πληθ. | επιδράν(ε) - επιδρούν(ε) | επιδρούσαν(ε) | θα επιδράν(ε) - επιδρούν(ε) | να επιδράν(ε) - επιδρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επίδρασα | θα επιδράσω | να επιδράσω | επιδράσει | ||
| β' ενικ. | επίδρασες | θα επιδράσεις | να επιδράσεις | επίδρα - επίδρασε | ||
| γ' ενικ. | επίδρασε | θα επιδράσει | να επιδράσει | |||
| α' πληθ. | επιδράσαμε | θα επιδράσουμε | να επιδράσουμε | |||
| β' πληθ. | επιδράσατε | θα επιδράσετε | να επιδράσετε | επιδράστε | ||
| γ' πληθ. | επίδρασαν επιδράσαν(ε) |
θα επιδράσουν(ε) | να επιδράσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιδράσει | είχα επιδράσει | θα έχω επιδράσει | να έχω επιδράσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιδράσει | είχες επιδράσει | θα έχεις επιδράσει | να έχεις επιδράσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιδράσει | είχε επιδράσει | θα έχει επιδράσει | να έχει επιδράσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιδράσει | είχαμε επιδράσει | θα έχουμε επιδράσει | να έχουμε επιδράσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιδράσει | είχατε επιδράσει | θα έχετε επιδράσει | να έχετε επιδράσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιδράσει | είχαν επιδράσει | θα έχουν επιδράσει | να έχουν επιδράσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.