σαπροπηλικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαπροπηλικός | η | σαπροπηλική | το | σαπροπηλικό |
| γενική | του | σαπροπηλικού | της | σαπροπηλικής | του | σαπροπηλικού |
| αιτιατική | τον | σαπροπηλικό | τη | σαπροπηλική | το | σαπροπηλικό |
| κλητική | σαπροπηλικέ | σαπροπηλική | σαπροπηλικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαπροπηλικοί | οι | σαπροπηλικές | τα | σαπροπηλικά |
| γενική | των | σαπροπηλικών | των | σαπροπηλικών | των | σαπροπηλικών |
| αιτιατική | τους | σαπροπηλικούς | τις | σαπροπηλικές | τα | σαπροπηλικά |
| κλητική | σαπροπηλικοί | σαπροπηλικές | σαπροπηλικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.pɾo.pi.liˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐προ‐πη‐λι‐κός
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.