πηλοπλαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηλοπλαστικός η πηλοπλαστική το πηλοπλαστικό
      γενική του πηλοπλαστικού της πηλοπλαστικής του πηλοπλαστικού
    αιτιατική τον πηλοπλαστικό την πηλοπλαστική το πηλοπλαστικό
     κλητική πηλοπλαστικέ πηλοπλαστική πηλοπλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηλοπλαστικοί οι πηλοπλαστικές τα πηλοπλαστικά
      γενική των πηλοπλαστικών των πηλοπλαστικών των πηλοπλαστικών
    αιτιατική τους πηλοπλαστικούς τις πηλοπλαστικές τα πηλοπλαστικά
     κλητική πηλοπλαστικοί πηλοπλαστικές πηλοπλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πηλοπλαστικός < πηλοπλάστης + -ικός

Επίθετο

πηλοπλαστικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.