αργιλώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αργιλώδης | η | αργιλώδης | το | αργιλώδες |
| γενική | του | αργιλώδους | της | αργιλώδους | του | αργιλώδους |
| αιτιατική | τον | αργιλώδη | την | αργιλώδη | το | αργιλώδες |
| κλητική | αργιλώδη(ς) | αργιλώδης | αργιλώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αργιλώδεις | οι | αργιλώδεις | τα | αργιλώδη |
| γενική | των | αργιλωδών | των | αργιλωδών | των | αργιλωδών |
| αιτιατική | τους | αργιλώδεις | τις | αργιλώδεις | τα | αργιλώδη |
| κλητική | αργιλώδεις | αργιλώδεις | αργιλώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αργιλώδης < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.