αργιλώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αργιλώδης η αργιλώδης το αργιλώδες
      γενική του αργιλώδους της αργιλώδους του αργιλώδους
    αιτιατική τον αργιλώδη την αργιλώδη το αργιλώδες
     κλητική αργιλώδη(ς) αργιλώδης αργιλώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αργιλώδεις οι αργιλώδεις τα αργιλώδη
      γενική των αργιλωδών των αργιλωδών των αργιλωδών
    αιτιατική τους αργιλώδεις τις αργιλώδεις τα αργιλώδη
     κλητική αργιλώδεις αργιλώδεις αργιλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αργιλώδης < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αργιλώδης

  1. όμοιος με άργιλο
  2. που περιέχει άργιλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.