πηλοπλάστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πηλοπλάστης οι πηλοπλάστες
      γενική του πηλοπλάστη των πηλοπλαστών
    αιτιατική τον πηλοπλάστη τους πηλοπλάστες
     κλητική πηλοπλάστη πηλοπλάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πηλοπλάστης < μεσαιωνική ελληνική πηλοπλάστης[1] < αρχαία ελληνική πηλός + πλάσσω

Ουσιαστικό

πηλοπλάστης αρσενικό (θηλυκό πηλοπλάστρια)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πηλοπλάστης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.