πηλώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηλώδης η πηλώδης το πηλώδες
      γενική του πηλώδους της πηλώδους του πηλώδους
    αιτιατική τον πηλώδη την πηλώδη το πηλώδες
     κλητική πηλώδη(ς) πηλώδης πηλώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηλώδεις οι πηλώδεις τα πηλώδη
      γενική των πηλωδών των πηλωδών των πηλωδών
    αιτιατική τους πηλώδεις τις πηλώδεις τα πηλώδη
     κλητική πηλώδεις πηλώδεις πηλώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πηλώδης < αρχαία ελληνική πηλώδης < πηλός

Επίθετο

πηλώδης, -ης, -ες

  1. που είναι όμοιος με πηλό
  2. που έχει γεμίσει με πηλό
     δείτε τη λέξη λασπώδης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.