προπηλακίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προπηλακίζω < αρχαία ελληνική προπηλακίζω < πηλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /pro.pi.laˈki.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πη‐λα‐κί‐ζω
Ρήμα
προπηλακίζω (παθητική φωνή: προπηλακίζομαι)
Συγγενικά
- απροπηλάκιστος
- προπηλάκιση
- προπηλακισμένος
- προπηλακισμός
- προπηλακιστής
- προπηλακιστικά
- προπηλακιστικός
- προπηλακιστικώς
- προπηλακίστρια
- → δείτε τις λέξεις προ και πηλός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπηλακίζω | προπηλάκιζα | θα προπηλακίζω | να προπηλακίζω | προπηλακίζοντας | |
| β' ενικ. | προπηλακίζεις | προπηλάκιζες | θα προπηλακίζεις | να προπηλακίζεις | προπηλάκιζε | |
| γ' ενικ. | προπηλακίζει | προπηλάκιζε | θα προπηλακίζει | να προπηλακίζει | ||
| α' πληθ. | προπηλακίζουμε | προπηλακίζαμε | θα προπηλακίζουμε | να προπηλακίζουμε | ||
| β' πληθ. | προπηλακίζετε | προπηλακίζατε | θα προπηλακίζετε | να προπηλακίζετε | προπηλακίζετε | |
| γ' πληθ. | προπηλακίζουν(ε) | προπηλάκιζαν προπηλακίζαν(ε) |
θα προπηλακίζουν(ε) | να προπηλακίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προπηλάκισα | θα προπηλακίσω | να προπηλακίσω | προπηλακίσει | ||
| β' ενικ. | προπηλάκισες | θα προπηλακίσεις | να προπηλακίσεις | προπηλάκισε | ||
| γ' ενικ. | προπηλάκισε | θα προπηλακίσει | να προπηλακίσει | |||
| α' πληθ. | προπηλακίσαμε | θα προπηλακίσουμε | να προπηλακίσουμε | |||
| β' πληθ. | προπηλακίσατε | θα προπηλακίσετε | να προπηλακίσετε | προπηλακίστε | ||
| γ' πληθ. | προπηλάκισαν προπηλακίσαν(ε) |
θα προπηλακίσουν(ε) | να προπηλακίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προπηλακίσει | είχα προπηλακίσει | θα έχω προπηλακίσει | να έχω προπηλακίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προπηλακίσει | είχες προπηλακίσει | θα έχεις προπηλακίσει | να έχεις προπηλακίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προπηλακίσει | είχε προπηλακίσει | θα έχει προπηλακίσει | να έχει προπηλακίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπηλακίσει | είχαμε προπηλακίσει | θα έχουμε προπηλακίσει | να έχουμε προπηλακίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προπηλακίσει | είχατε προπηλακίσει | θα έχετε προπηλακίσει | να έχετε προπηλακίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπηλακίσει | είχαν προπηλακίσει | θα έχουν προπηλακίσει | να έχουν προπηλακίσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- προπηλακίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προπηλακίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.