πηλοβατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πηλοβατώ, μαρτυρείται από το 1886: πηλοβατῶ[1] < πηλ(ός) + -βατώ < πηλοβάτης (αρχαία ελληνική Πηλοβάτης)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.lo.vaˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πη‐λο‐βα‐τώ
Ρήμα
πηλοβατώ, πρτ.: πηλοβατούσα (ελλειπτικό ρήμα) χωρίς παθητική φωνή
- (παρωχημένο, σπάνιο) περπατάω μέσα σε λάσπες, τσαλαβουτάω σε λάσπες
- αρχαία ελληνικά: πηλοπατίδες
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | πηλοβατώ | πηλοβατούσα | θα πηλοβατώ | να πηλοβατώ | πηλοβατώντας | |
| β' ενικ. | πηλοβατείς | πηλοβατούσες | θα πηλοβατείς | να πηλοβατείς | ||
| γ' ενικ. | πηλοβατεί | πηλοβατούσε | θα πηλοβατεί | να πηλοβατεί | ||
| α' πληθ. | πηλοβατούμε | πηλοβατούσαμε | θα πηλοβατούμε | να πηλοβατούμε | ||
| β' πληθ. | πηλοβατείτε | πηλοβατούσατε | θα πηλοβατείτε | να πηλοβατείτε | πηλοβατείτε | |
| γ' πληθ. | πηλοβατούν(ε) | πηλοβατούσαν(ε) | θα πηλοβατούν(ε) | να πηλοβατούν(ε) |
Μεταφράσεις
πηλοβατώ
|
|
Αναφορές
- πηλοβατέω, -ῶ - σελ. 806, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πηλοβατῶ, έω σελ.5799 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.