περόνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περόνιασμα | τα | περονιάσματα |
| γενική | του | περονιάσματος | των | περονιασμάτων |
| αιτιατική | το | περόνιασμα | τα | περονιάσματα |
| κλητική | περόνιασμα | περονιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περόνιασμα < περονιάζω
Ουσιαστικό
περόνιασμα ουδέτερο
- το τρύπημα με το πιρούνι
- το τσούξιμο που αισθάνεται κανείς από την υγρασία ή το κρύο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
περόνιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.