περονιαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περονιαίος | η | περονιαία | το | περονιαίο |
| γενική | του | περονιαίου | της | περονιαίας | του | περονιαίου |
| αιτιατική | τον | περονιαίο | την | περονιαία | το | περονιαίο |
| κλητική | περονιαίε | περονιαία | περονιαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περονιαίοι | οι | περονιαίες | τα | περονιαία |
| γενική | των | περονιαίων | των | περονιαίων | των | περονιαίων |
| αιτιατική | τους | περονιαίους | τις | περονιαίες | τα | περονιαία |
| κλητική | περονιαίοι | περονιαίες | περονιαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περονιαίος < περόνη + -ιαίος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική péronier[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική peroneal[1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη περόνη
Πηγές
- περονιαίος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- περονιαίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.