περονόσπορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περονόσπορος οι περονόσποροι
      γενική του περονόσπορου των περονόσπορων
    αιτιατική τον περονόσπορο τους περονόσπορους
     κλητική περονόσπορε περονόσποροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η μαύρη κηλίδα στο φύλλο είναι περονόσπορος

Ετυμολογία

περονόσπορος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική peronospora < αρχαία ελληνική περόνη + σπορά (αντί για το σωστό σπόρος)

Ουσιαστικό

περονόσπορος αρσενικό

  • (βοτανική) συχνή ασθένεια φυτών που οφείλεται σε ομώνυμο μύκητα και που προκαλεί στα φύλλα ακανόνιστες καφεκόκκινες κηλίδες. Τα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν. Στα ζωντανά φυτά παράγει σπόρους που μεταφέρονται με τον αέρα και μπορούν να αντέξουν σε μη-ευνοϊκές περιόδους.

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.