ημιπεριφέρεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ημιπεριφέρεια | οι | ημιπεριφέρειες |
| γενική | της | ημιπεριφέρειας | των | ημιπεριφερειών |
| αιτιατική | την | ημιπεριφέρεια | τις | ημιπεριφέρειες |
| κλητική | ημιπεριφέρεια | ημιπεριφέρειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ημιπεριφέρεια < ημι- + περιφέρεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.