συμπεριφοριστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συμπεριφοριστής | οι | συμπεριφοριστές |
| γενική | του | συμπεριφοριστή | των | συμπεριφοριστών |
| αιτιατική | τον | συμπεριφοριστή | τους | συμπεριφοριστές |
| κλητική | συμπεριφοριστή | συμπεριφοριστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπεριφοριστής < συμπεριφορισμός + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική behaviourist)
Ουσιαστικό
συμπεριφοριστής αρσενικό (θηλυκό: συμπεριφορίστρια)
- (ψυχολογία) που ασχολείται με τον συμπεριφορισμό, τον μελετά ή τον εφαρμόζει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.