περιφερόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιφερόμενος η περιφερόμενη το περιφερόμενο
      γενική του περιφερόμενου της περιφερόμενης του περιφερόμενου
    αιτιατική τον περιφερόμενο την περιφερόμενη το περιφερόμενο
     κλητική περιφερόμενε περιφερόμενη περιφερόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιφερόμενοι οι περιφερόμενες τα περιφερόμενα
      γενική των περιφερόμενων των περιφερόμενων των περιφερόμενων
    αιτιατική τους περιφερόμενους τις περιφερόμενες τα περιφερόμενα
     κλητική περιφερόμενοι περιφερόμενες περιφερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιφερόμενος < περιφέρομαι

Μετοχή

περιφερόμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.