περιφερειάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | περιφερειάρχης | οι | περιφερειάρχες |
| γενική | του του/της |
περιφερειάρχη περιφερειάρχου |
των | περιφερειαρχών |
| αιτιατική | τον/την | περιφερειάρχη | τους/τις | περιφερειάρχες |
| κλητική | περιφερειάρχη (περιφερειάρχα) |
περιφερειάρχες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιφερειάρχης < περιφέρει(α) + -άρχης
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.fe.ɾiˈaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐φε‐ρει‐άρ‐χης
Ουσιαστικό
περιφερειάρχης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και περιφερειάρχισσα)
- διοικητής μιας περιφέρειας
Σύνθετα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις περιφέρεια, φέρω και άρχω
Μεταφράσεις
περιφερειάρχης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.