συμπεριφορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμπεριφορικός | η | συμπεριφορική | το | συμπεριφορικό |
| γενική | του | συμπεριφορικού | της | συμπεριφορικής | του | συμπεριφορικού |
| αιτιατική | τον | συμπεριφορικό | τη | συμπεριφορική | το | συμπεριφορικό |
| κλητική | συμπεριφορικέ | συμπεριφορική | συμπεριφορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμπεριφορικοί | οι | συμπεριφορικές | τα | συμπεριφορικά |
| γενική | των | συμπεριφορικών | των | συμπεριφορικών | των | συμπεριφορικών |
| αιτιατική | τους | συμπεριφορικούς | τις | συμπεριφορικές | τα | συμπεριφορικά |
| κλητική | συμπεριφορικοί | συμπεριφορικές | συμπεριφορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμπεριφορικός < συμπεριφορά + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις συμπεριφορά και φέρω
Πολυλεκτικοί όροι
- συμπεριφορική θεραπεία: (ψυχολογία) (ψυχιατρική)
Μεταφράσεις
συμπεριφορικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.