περιφερειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιφερειακός η περιφερειακή το περιφερειακό
      γενική του περιφερειακού της περιφερειακής του περιφερειακού
    αιτιατική τον περιφερειακό την περιφερειακή το περιφερειακό
     κλητική περιφερειακέ περιφερειακή περιφερειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιφερειακοί οι περιφερειακές τα περιφερειακά
      γενική των περιφερειακών των περιφερειακών των περιφερειακών
    αιτιατική τους περιφερειακούς τις περιφερειακές τα περιφερειακά
     κλητική περιφερειακοί περιφερειακές περιφερειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιφερειακός < περιφέρεια + -ακός (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική périphérique)

Επίθετο

περιφερειακός

  1. που έχει σχέση με την περιφέρεια, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που έχει σχέση με δρόμο που κινείται περιμετρικά μιας αστικής ή οικιστικής περιοχής ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.