συμπεριφορίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπεριφορίστρια | οι | συμπεριφορίστριες |
| γενική | της | συμπεριφορίστριας | των | συμπεριφοριστριών |
| αιτιατική | τη | συμπεριφορίστρια | τις | συμπεριφορίστριες |
| κλητική | συμπεριφορίστρια | συμπεριφορίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπεριφορίστρια < συμπεριφοριστής + -τρια
Μεταφράσεις
συμπεριφορίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.