περιφερειακά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα περιφερειακά
      γενική των περιφερειακών
    αιτιατική τα περιφερειακά
     κλητική περιφερειακά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιφερειακά < περιφερειακός +

Ουσιαστικό

περιφερειακά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Επίρρημα

περιφερειακά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

περιφερειακά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.