συμπεριφοριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπεριφοριστικός η συμπεριφοριστική το συμπεριφοριστικό
      γενική του συμπεριφοριστικού της συμπεριφοριστικής του συμπεριφοριστικού
    αιτιατική τον συμπεριφοριστικό τη συμπεριφοριστική το συμπεριφοριστικό
     κλητική συμπεριφοριστικέ συμπεριφοριστική συμπεριφοριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπεριφοριστικοί οι συμπεριφοριστικές τα συμπεριφοριστικά
      γενική των συμπεριφοριστικών των συμπεριφοριστικών των συμπεριφοριστικών
    αιτιατική τους συμπεριφοριστικούς τις συμπεριφοριστικές τα συμπεριφοριστικά
     κλητική συμπεριφοριστικοί συμπεριφοριστικές συμπεριφοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπεριφοριστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

συμπεριφοριστικός

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.