αντιπεριφερειάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αντιπεριφερειάρχης | οι | αντιπεριφερειάρχες |
| γενική | του του/της |
αντιπεριφερειάρχη αντιπεριφερειάρχου |
των | αντιπεριφερειαρχών |
| αιτιατική | τον/την | αντιπεριφερειάρχη | τους/τις | αντιπεριφερειάρχες |
| κλητική | αντιπεριφερειάρχη (αντιπεριφερειάρχα) |
αντιπεριφερειάρχες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντιπεριφερειάρχης < αντι- + περιφερειάρχης
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.di.pe.ɾi.fe.ɾiˈaɾ.çis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐πε‐ρι‐φε‐ρει‐άρ‐χης
Ουσιαστικό
αντιπεριφερειάρχης αρσενικό ή θηλυκό
- (νεολογισμός, πολιτική) δεύτερος στην ιεραρχία, μετά τον περιφερειάρχη, μιας γεωγραφικής ή διοικητικής περιφέρειας
Μεταφράσεις
αντιπεριφερειάρχης
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.