περιγράφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιγράφω < αρχαία ελληνική περιγράφω < περί + γράφω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική décrire[1] [2])
Ρήμα
περιγράφω
Συγγενικά
- απερίγραπτα / απερίγραφτα
- απερίγραπτος / απερίγραφος
- απεριγράπτως
- αυτοπεριγραφή
- αυτοπεριγράφομαι
- δυσπερίγραπτος
- ευπερίγραπτος / ευπερίγραφος
- περιγεγραμμένος / περιγραμμένος
- περίγραμμα
- περιγραμμάτου
- περιγραμμικός
- περιγραφή
- περιγραφικά
- περιγραφικός
- περιγραφικότητα
- περιγραφικώς
- περίγραφτος / περίγραφος
- περιγράψιμος
- τρισπεριγραμμένος
- → δείτε τις λέξεις περί και γράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | περιγράφω | περιέγραφα | θα περιγράφω | να περιγράφω | περιγράφοντας | |
| β' ενικ. | περιγράφεις | περιέγραφες | θα περιγράφεις | να περιγράφεις | περίγραφε | |
| γ' ενικ. | περιγράφει | περιέγραφε | θα περιγράφει | να περιγράφει | ||
| α' πληθ. | περιγράφουμε | περιγράφαμε | θα περιγράφουμε | να περιγράφουμε | ||
| β' πληθ. | περιγράφετε | περιγράφατε | θα περιγράφετε | να περιγράφετε | περιγράφετε | |
| γ' πληθ. | περιγράφουν(ε) | περιέγραφαν περιγράφαν(ε) |
θα περιγράφουν(ε) | να περιγράφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | περιέγραψα | θα περιγράψω | να περιγράψω | περιγράψει | ||
| β' ενικ. | περιέγραψες | θα περιγράψεις | να περιγράψεις | περίγραψε | ||
| γ' ενικ. | περιέγραψε | θα περιγράψει | να περιγράψει | |||
| α' πληθ. | περιγράψαμε | θα περιγράψουμε | να περιγράψουμε | |||
| β' πληθ. | περιγράψατε | θα περιγράψετε | να περιγράψετε | περιγράψτε | ||
| γ' πληθ. | περιέγραψαν περιγράψαν(ε) |
θα περιγράψουν(ε) | να περιγράψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω περιγράψει | είχα περιγράψει | θα έχω περιγράψει | να έχω περιγράψει | ||
| β' ενικ. | έχεις περιγράψει | είχες περιγράψει | θα έχεις περιγράψει | να έχεις περιγράψει | έχε περιγραμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει περιγράψει | είχε περιγράψει | θα έχει περιγράψει | να έχει περιγράψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε περιγράψει | είχαμε περιγράψει | θα έχουμε περιγράψει | να έχουμε περιγράψει | ||
| β' πληθ. | έχετε περιγράψει | είχατε περιγράψει | θα έχετε περιγράψει | να έχετε περιγράψει | έχετε περιγραμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν περιγράψει | είχαν περιγράψει | θα έχουν περιγράψει | να έχουν περιγράψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) περιγραμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) περιγραμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) περιγραμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) περιγραμμένο | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
περιγράφω
Μεταφράσεις
- περιγράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περιγράφω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.