περιγραφικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περιγραφικότητα | οι | περιγραφικότητες |
| γενική | της | περιγραφικότητας | των | περιγραφικοτήτων |
| αιτιατική | την | περιγραφικότητα | τις | περιγραφικότητες |
| κλητική | περιγραφικότητα | περιγραφικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιγραφικότητα < περιγραφικός + -ότητα
Μεταφράσεις
περιγραφικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.