αγκύλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγκύλη | οι | αγκύλες |
| γενική | της | αγκύλης | των | αγκύλων |
| αιτιατική | την | αγκύλη | τις | αγκύλες |
| κλητική | αγκύλη | αγκύλες | ||
| Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκύλη < αρχαία ελληνική ἀγκύλη ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική croshet[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκύ‐λη
Ουσιαστικό
αγκύλη θηλυκό
- (τυπογραφία) το σύμβολο
[ή και το σύμβολο](η τετράγωνη παρένθεση ή η τετράγωνη αγκύλη) - (κανονικές εκφράσεις) για τη χρήση του ζεύγους
[ ]δείτε square bracket - (μαθηματικά) σύμβολο που υπάρχει όταν σε μια αλγεβρική παράσταση χρησιμοποιούνται ήδη παρενθέσεις
- (φιλολογία)
- σύμβολο στο κριτικό υπόμνημα έκδοσης (αρχαίου ή μεταγενέστερου) κειμένου, με το οποίο παρατίθεται διαφορετική γραφή των χειρογράφων
- σύμβολο στο κείμενο έκδοσης (αρχαίου ή μεταγενέστερου) κειμένου, με το οποίο παρατίθεται γραφή εξοβελιστέα
- (επιγραφική, παπυρολογία) σύμβολο που δηλώνει χάσμα σε κείμενο
Συγγενικά
- αγκύλι
- αγκυλογλωσσία
- αγκυλοποιητικός
- αγκυλορρινία
- αγκύλος
- αγκυλόσαυρος
- αγκυλοστομίαση
- αγκυλόστομο
- αγκύλωμα
- αγκυλώνω
- αγκύλωση
- αγκυλωτός
Μεταφράσεις
- αγκύλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.