αγκύλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκύλη οι αγκύλες
      γενική της αγκύλης των αγκύλων
    αιτιατική την αγκύλη τις αγκύλες
     κλητική αγκύλη αγκύλες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκύλη < αρχαία ελληνική ἀγκύλη ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική croshet[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈɟi.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκύλη

Ουσιαστικό

αγκύλη θηλυκό

  1. (τυπογραφία) το σύμβολο [ ή και το σύμβολο ] (η τετράγωνη παρένθεση ή η τετράγωνη αγκύλη)
  2. (κανονικές εκφράσεις) για τη χρήση του ζεύγους [ ] δείτε square bracket
  3. (μαθηματικά) σύμβολο που υπάρχει όταν σε μια αλγεβρική παράσταση χρησιμοποιούνται ήδη παρενθέσεις
  4. (φιλολογία)
    1. σύμβολο στο κριτικό υπόμνημα έκδοσης (αρχαίου ή μεταγενέστερου) κειμένου, με το οποίο παρατίθεται διαφορετική γραφή των χειρογράφων
    2. σύμβολο στο κείμενο έκδοσης (αρχαίου ή μεταγενέστερου) κειμένου, με το οποίο παρατίθεται γραφή εξοβελιστέα
    3. (επιγραφική, παπυρολογία) σύμβολο που δηλώνει χάσμα σε κείμενο

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.