γραπτώς
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
γραπτώς
<
γραπτός
Επίρρημα
γραπτώς
γράφοντας
, χρησιμοποιώντας τη
γραφή
, με γραπτό
κείμενο
ή
έγγραφο
γραπτά
Αντώνυμα
προφορικώς
Μεταφράσεις
γραπτώς
αγγλικά
:
in writing
(en)
γαλλικά
: par
écrit
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.