απερίγραπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απερίγραπτος | η | απερίγραπτη | το | απερίγραπτο |
| γενική | του | απερίγραπτου | της | απερίγραπτης | του | απερίγραπτου |
| αιτιατική | τον | απερίγραπτο | την | απερίγραπτη | το | απερίγραπτο |
| κλητική | απερίγραπτε | απερίγραπτη | απερίγραπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απερίγραπτοι | οι | απερίγραπτες | τα | απερίγραπτα |
| γενική | των | απερίγραπτων | των | απερίγραπτων | των | απερίγραπτων |
| αιτιατική | τους | απερίγραπτους | τις | απερίγραπτες | τα | απερίγραπτα |
| κλητική | απερίγραπτοι | απερίγραπτες | απερίγραπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απερίγραπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπερίγραπτος
Επίθετο
απερίγραπτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να περιγραφεί (με θετική ή αρνητική απόχρωση)
- η ομορφιά του τοπίου ήταν απερίγραπτη
- η ακαταστασία στο δωμάτιο ήταν απερίγραπτη
Συγγενικά
- απερίγραπτα
- → δείτε τις λέξεις περιγράφω και γράφω
Μεταφράσεις
απερίγραπτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.