δυσπερίγραπτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσπερίγραπτος | η | δυσπερίγραπτη | το | δυσπερίγραπτο |
| γενική | του | δυσπερίγραπτου | της | δυσπερίγραπτης | του | δυσπερίγραπτου |
| αιτιατική | τον | δυσπερίγραπτο | τη | δυσπερίγραπτη | το | δυσπερίγραπτο |
| κλητική | δυσπερίγραπτε | δυσπερίγραπτη | δυσπερίγραπτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσπερίγραπτοι | οι | δυσπερίγραπτες | τα | δυσπερίγραπτα |
| γενική | των | δυσπερίγραπτων | των | δυσπερίγραπτων | των | δυσπερίγραπτων |
| αιτιατική | τους | δυσπερίγραπτους | τις | δυσπερίγραπτες | τα | δυσπερίγραπτα |
| κλητική | δυσπερίγραπτοι | δυσπερίγραπτες | δυσπερίγραπτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία el
δυσπερίγραπτος (όπως η λέξη: απερίγραπτος) < δυσ- + περιγράφω
Επίθετο
δυσπερίγραπτος αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που είναι δύσκολο να περιγραφεί
Μεταφράσεις
δυσπερίγραπτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.