περιγραμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιγραμμένος η περιγραμμένη το περιγραμμένο
      γενική του περιγραμμένου της περιγραμμένης του περιγραμμένου
    αιτιατική τον περιγραμμένο την περιγραμμένη το περιγραμμένο
     κλητική περιγραμμένε περιγραμμένη περιγραμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιγραμμένοι οι περιγραμμένες τα περιγραμμένα
      γενική των περιγραμμένων των περιγραμμένων των περιγραμμένων
    αιτιατική τους περιγραμμένους τις περιγραμμένες τα περιγραμμένα
     κλητική περιγραμμένοι περιγραμμένες περιγραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιγράφω

Μετοχή

περιγραμμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.