σχεδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σχεδιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχεδιάζω (< σχέδιον), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική esquisser, dessiner & αγγλική design
- σημασία: προγραμματίζω για το μέλλον < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική plan [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sxe.ðiˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχε‐δι‐ά‐ζω
Ρήμα
σχεδιάζω, αόρ.: σχεδίασα, παθ.φωνή: σχεδιάζομαι, π.αόρ.: σχεδιάστηκα, μτχ.π.π.: σχεδιασμένος
- απεικονίζω κάτι με ακρίβεια
- (μεταφορικά) προγραμματίζω την πραγματοποίηση μιας ιδέας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σχέδιο
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σχεδιάζω | σχεδίαζα | θα σχεδιάζω | να σχεδιάζω | σχεδιάζοντας | |
| β' ενικ. | σχεδιάζεις | σχεδίαζες | θα σχεδιάζεις | να σχεδιάζεις | σχεδίαζε | |
| γ' ενικ. | σχεδιάζει | σχεδίαζε | θα σχεδιάζει | να σχεδιάζει | ||
| α' πληθ. | σχεδιάζουμε | σχεδιάζαμε | θα σχεδιάζουμε | να σχεδιάζουμε | ||
| β' πληθ. | σχεδιάζετε | σχεδιάζατε | θα σχεδιάζετε | να σχεδιάζετε | σχεδιάζετε | |
| γ' πληθ. | σχεδιάζουν(ε) | σχεδίαζαν σχεδιάζαν(ε) |
θα σχεδιάζουν(ε) | να σχεδιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σχεδίασα | θα σχεδιάσω | να σχεδιάσω | σχεδιάσει | ||
| β' ενικ. | σχεδίασες | θα σχεδιάσεις | να σχεδιάσεις | σχεδίασε | ||
| γ' ενικ. | σχεδίασε | θα σχεδιάσει | να σχεδιάσει | |||
| α' πληθ. | σχεδιάσαμε | θα σχεδιάσουμε | να σχεδιάσουμε | |||
| β' πληθ. | σχεδιάσατε | θα σχεδιάσετε | να σχεδιάσετε | σχεδιάστε | ||
| γ' πληθ. | σχεδίασαν σχεδιάσαν(ε) |
θα σχεδιάσουν(ε) | να σχεδιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σχεδιάσει | είχα σχεδιάσει | θα έχω σχεδιάσει | να έχω σχεδιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σχεδιάσει | είχες σχεδιάσει | θα έχεις σχεδιάσει | να έχεις σχεδιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σχεδιάσει | είχε σχεδιάσει | θα έχει σχεδιάσει | να έχει σχεδιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σχεδιάσει | είχαμε σχεδιάσει | θα έχουμε σχεδιάσει | να έχουμε σχεδιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σχεδιάσει | είχατε σχεδιάσει | θα έχετε σχεδιάσει | να έχετε σχεδιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σχεδιάσει | είχαν σχεδιάσει | θα έχουν σχεδιάσει | να έχουν σχεδιάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σχεδιάζομαι | σχεδιαζόμουν(α) | θα σχεδιάζομαι | να σχεδιάζομαι | ||
| β' ενικ. | σχεδιάζεσαι | σχεδιαζόσουν(α) | θα σχεδιάζεσαι | να σχεδιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | σχεδιάζεται | σχεδιαζόταν(ε) | θα σχεδιάζεται | να σχεδιάζεται | ||
| α' πληθ. | σχεδιαζόμαστε | σχεδιαζόμαστε σχεδιαζόμασταν |
θα σχεδιαζόμαστε | να σχεδιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | σχεδιάζεστε | σχεδιαζόσαστε σχεδιαζόσασταν |
θα σχεδιάζεστε | να σχεδιάζεστε | (σχεδιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | σχεδιάζονται | σχεδιάζονταν σχεδιαζόντουσαν |
θα σχεδιάζονται | να σχεδιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σχεδιάστηκα | θα σχεδιαστώ | να σχεδιαστώ | σχεδιαστεί | ||
| β' ενικ. | σχεδιάστηκες | θα σχεδιαστείς | να σχεδιαστείς | σχεδιάσου | ||
| γ' ενικ. | σχεδιάστηκε | θα σχεδιαστεί | να σχεδιαστεί | |||
| α' πληθ. | σχεδιαστήκαμε | θα σχεδιαστούμε | να σχεδιαστούμε | |||
| β' πληθ. | σχεδιαστήκατε | θα σχεδιαστείτε | να σχεδιαστείτε | σχεδιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | σχεδιάστηκαν σχεδιαστήκαν(ε) |
θα σχεδιαστούν(ε) | να σχεδιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σχεδιαστεί | είχα σχεδιαστεί | θα έχω σχεδιαστεί | να έχω σχεδιαστεί | σχεδιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις σχεδιαστεί | είχες σχεδιαστεί | θα έχεις σχεδιαστεί | να έχεις σχεδιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σχεδιαστεί | είχε σχεδιαστεί | θα έχει σχεδιαστεί | να έχει σχεδιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σχεδιαστεί | είχαμε σχεδιαστεί | θα έχουμε σχεδιαστεί | να έχουμε σχεδιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σχεδιαστεί | είχατε σχεδιαστεί | θα έχετε σχεδιαστεί | να έχετε σχεδιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σχεδιαστεί | είχαν σχεδιαστεί | θα έχουν σχεδιαστεί | να έχουν σχεδιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σχεδιασμένος - είμαστε, είστε, είναι σχεδιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σχεδιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σχεδιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σχεδιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σχεδιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σχεδιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σχεδιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σχεδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σχεδιάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σχεδιάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.