απορρίπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απορρίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπορρίπτω < ἀπό + ῥίπτω. Δείτε ρρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈɾi.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πορ‐ρί‐πτω
Ρήμα
απορρίπτω, αόρ.: απέρριψα/απόρριψα, παθ.φωνή: απορρίπτομαι, π.αόρ.: απορρίφθηκα
Συγγενικά
- απόρριμμα
- απορριμματοφόρο
- απορριμματοφόρος
- απορριπτέος
- απορριπτικά
- απορριπτικός
- απόρριψη
- απορρίψιμος
- προαπορρίπτω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απορρίπτω | απέρριπτα | θα απορρίπτω | να απορρίπτω | απορρίπτοντας | |
| β' ενικ. | απορρίπτεις | απέρριπτες | θα απορρίπτεις | να απορρίπτεις | απόρριπτε | |
| γ' ενικ. | απορρίπτει | απέρριπτε | θα απορρίπτει | να απορρίπτει | ||
| α' πληθ. | απορρίπτουμε | απορρίπταμε | θα απορρίπτουμε | να απορρίπτουμε | ||
| β' πληθ. | απορρίπτετε | απορρίπτατε | θα απορρίπτετε | να απορρίπτετε | απορρίπτετε | |
| γ' πληθ. | απορρίπτουν(ε) | απέρριπταν απορρίπταν(ε) |
θα απορρίπτουν(ε) | να απορρίπτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απέρριψα | θα απορρίψω | να απορρίψω | απορρίψει | ||
| β' ενικ. | απέρριψες | θα απορρίψεις | να απορρίψεις | απόρριψε | ||
| γ' ενικ. | απέρριψε | θα απορρίψει | να απορρίψει | |||
| α' πληθ. | απορρίψαμε | θα απορρίψουμε | να απορρίψουμε | |||
| β' πληθ. | απορρίψατε | θα απορρίψετε | να απορρίψετε | απορρίψτε | ||
| γ' πληθ. | απέρριψαν απορρίψαν(ε) |
θα απορρίψουν(ε) | να απορρίψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απορρίψει | είχα απορρίψει | θα έχω απορρίψει | να έχω απορρίψει | ||
| β' ενικ. | έχεις απορρίψει | είχες απορρίψει | θα έχεις απορρίψει | να έχεις απορρίψει | ||
| γ' ενικ. | έχει απορρίψει | είχε απορρίψει | θα έχει απορρίψει | να έχει απορρίψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απορρίψει | είχαμε απορρίψει | θα έχουμε απορρίψει | να έχουμε απορρίψει | ||
| β' πληθ. | έχετε απορρίψει | είχατε απορρίψει | θα έχετε απορρίψει | να έχετε απορρίψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απορρίψει | είχαν απορρίψει | θα έχουν απορρίψει | να έχουν απορρίψει |
| |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.