πεπλατυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεπλατυσμένος | η | πεπλατυσμένη | το | πεπλατυσμένο |
| γενική | του | πεπλατυσμένου | της | πεπλατυσμένης | του | πεπλατυσμένου |
| αιτιατική | τον | πεπλατυσμένο | την | πεπλατυσμένη | το | πεπλατυσμένο |
| κλητική | πεπλατυσμένε | πεπλατυσμένη | πεπλατυσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεπλατυσμένοι | οι | πεπλατυσμένες | τα | πεπλατυσμένα |
| γενική | των | πεπλατυσμένων | των | πεπλατυσμένων | των | πεπλατυσμένων |
| αιτιατική | τους | πεπλατυσμένους | τις | πεπλατυσμένες | τα | πεπλατυσμένα |
| κλητική | πεπλατυσμένοι | πεπλατυσμένες | πεπλατυσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεπλατυσμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεπλατυσμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό του ρήματος πλατύνω με αναδιπλασιασμό & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική aplati [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.pla.tiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐πλα‐τυ‐σμέ‐νος
Μετοχή
πεπλατυσμένος, -η, -ο και πλατυσμένος
- (λόγιο) αυτός που έχει σχήμα πλατύ και επίπεδο, σαν να έχει συμπιεσθεί
- → δείτε τη λέξη πλαταίνω
Αναφορές
- πεπλατυσμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πεπλατυσμένος | ἡ | πεπλατυσμένη | τὸ | πεπλατυσμένον |
| γενική | τοῦ | πεπλατυσμένου | τῆς | πεπλατυσμένης | τοῦ | πεπλατυσμένου |
| δοτική | τῷ | πεπλατυσμένῳ | τῇ | πεπλατυσμένῃ | τῷ | πεπλατυσμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | πεπλατυσμένον | τὴν | πεπλατυσμένην | τὸ | πεπλατυσμένον |
| κλητική ὦ! | πεπλατυσμένε | πεπλατυσμένη | πεπλατυσμένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πεπλατυσμένοι | αἱ | πεπλατυσμέναι | τὰ | πεπλατυσμένᾰ |
| γενική | τῶν | πεπλατυσμένων | τῶν | πεπλατυσμένων | τῶν | πεπλατυσμένων |
| δοτική | τοῖς | πεπλατυσμένοις | ταῖς | πεπλατυσμέναις | τοῖς | πεπλατυσμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | πεπλατυσμένους | τὰς | πεπλατυσμένᾱς | τὰ | πεπλατυσμένᾰ |
| κλητική ὦ! | πεπλατυσμένοι | πεπλατυσμέναι | πεπλατυσμένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεπλατυσμένω | τὼ | πεπλατυσμένᾱ | τὼ | πεπλατυσμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | πεπλατυσμένοιν | τοῖν | πεπλατυσμέναιν | τοῖν | πεπλατυσμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.