συμπιέζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.biˈe.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπιέζομαι
παλιότερος συλλαβισμός: συμπιέζομαι

Ρηματικός τύπος

συμπιέζομαι



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

συμπιέζομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.