πατροκτόνος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πατροκτόνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πατροκτόνος < (πατήρ πατρο- + -κτόνος (κτείνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.tɾoˈkto.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οατροκτόνος

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η πατροκτόνος το πατροκτόνο
      γενική του/της πατροκτόνου του πατροκτόνου
    αιτιατική τον/την πατροκτόνο το πατροκτόνο
     κλητική πατροκτόνε πατροκτόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατροκτόνοι τα πατροκτόνα
      γενική των πατροκτόνων των πατροκτόνων
    αιτιατική τους/τις πατροκτόνους τα πατροκτόνα
     κλητική πατροκτόνοι πατροκτόνα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πατροκτόνος, -ος, -ο [2]

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πατέρας και κτείνω

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πατροκτόνος οι πατροκτόνοι
      γενική του/της πατροκτόνου των πατροκτόνων
    αιτιατική τον/την πατροκτόνο τους/τις πατροκτόνους
     κλητική πατροκτόνε πατροκτόνοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πατροκτόνος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πατροκτόνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πατροκτόνος τὸ πατροκτόνον
      γενική τοῦ/τῆς πατροκτόνου τοῦ πατροκτόνου
      δοτική τῷ/τῇ πατροκτόν τῷ πατροκτόν
    αιτιατική τὸν/τὴν πατροκτόνον τὸ πατροκτόνον
     κλητική ! πατροκτόνε πατροκτόνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πατροκτόνοι τὰ πατροκτόν
      γενική τῶν πατροκτόνων τῶν πατροκτόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς πατροκτόνοις τοῖς πατροκτόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πατροκτόνους τὰ πατροκτόν
     κλητική ! πατροκτόνοι πατροκτόν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πατροκτόνω τὼ πατροκτόνω
      γεν-δοτ τοῖν πατροκτόνοιν τοῖν πατροκτόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πατροκτόνος < πατρο- + -κτόνος

Επίθετο

πατροκτόνος, -ος, -ον

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πατήρ και κτείνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.