κτείνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- αιολικός τύπος : κτέννω
Αντώνυμα
- καίνω
- αττικός τύπος : θνῄσκω
- δωρικός τύπος : θνᾴσκω
Συγγενικά
- κτόνος
- κτανών
Σύνθετα
- ἀποκτείνω
- ἀνταποκτείνω
- ἐπαποκτείνω
- περικτείνω
- προαποκτείνω
- προσαποκτείνω
- συναποκτείνω
- ἐπικτείνω
- κατακτείνω
- προσκατακτείνω
- συγκατακτείνω
και
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- κτείνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κτείνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.