κτείνω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κτείνω < *κτενj-ω < κταν- < καν- (ομόρριζο με το καίνω και κάμνω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα

κτείνω

Αντώνυμα

  • καίνω
  • αττικός τύπος: θνῄσκω
  • δωρικός τύπος: θνᾴσκω

Συγγενικά

  • κτόνος
  • κτανών

Σύνθετα

  • ἀποκτείνω
  • ἀνταποκτείνω
  • ἐπαποκτείνω
  • περικτείνω
  • προαποκτείνω
  • προσαποκτείνω
  • συναποκτείνω
  • ἐπικτείνω
  • κατακτείνω
  • προσκατακτείνω
  • συγκατακτείνω

και

  • -κτονέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κτονέω στο Βικιλεξικό
  • -κτονία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κτονία στο Βικιλεξικό
  • -κτόνος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κτόνος στο Βικιλεξικό

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.