πατροκτονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πατροκτονία | οι | πατροκτονίες |
| γενική | της | πατροκτονίας | των | πατροκτονιών |
| αιτιατική | την | πατροκτονία | τις | πατροκτονίες |
| κλητική | πατροκτονία | πατροκτονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.