parricide
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
parricide (en)
- ο φόνος ενός συγγενή, ιδιαίτερα ο φόνος ενός από τους γονείς, πατροκτονία ή μητροκτονία)
- ο δολοφόνος ενός συγγενούς του, ιδιαίτερα ο δολοφόνος του γονιού του (πατροκτόνος ή μητροκτόνος)
- (μεταφορικά) ο φόνος ενός ηγέτη
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- parricide < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| parricide | parricides |
parricide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο δολοφόνος του γονιού του (πατροκτόνος ή μητροκτόνος)
parricide (fr) αρσενικό
- ο φόνος ενός από τους γονείς, πατροκτονία ή μητροκτονία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.