συμπλεκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπλεκτικός η συμπλεκτική το συμπλεκτικό
      γενική του συμπλεκτικού της συμπλεκτικής του συμπλεκτικού
    αιτιατική τον συμπλεκτικό τη συμπλεκτική το συμπλεκτικό
     κλητική συμπλεκτικέ συμπλεκτική συμπλεκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπλεκτικοί οι συμπλεκτικές τα συμπλεκτικά
      γενική των συμπλεκτικών των συμπλεκτικών των συμπλεκτικών
    αιτιατική τους συμπλεκτικούς τις συμπλεκτικές τα συμπλεκτικά
     κλητική συμπλεκτικοί συμπλεκτικές συμπλεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπλεκτικός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /sim.ble.ktiˈkos/

Επίθετο

συμπλεκτικός

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.