διαζευκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαζευκτικός η διαζευκτική το διαζευκτικό
      γενική του διαζευκτικού της διαζευκτικής του διαζευκτικού
    αιτιατική τον διαζευκτικό τη διαζευκτική το διαζευκτικό
     κλητική διαζευκτικέ διαζευκτική διαζευκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαζευκτικοί οι διαζευκτικές τα διαζευκτικά
      γενική των διαζευκτικών των διαζευκτικών των διαζευκτικών
    αιτιατική τους διαζευκτικούς τις διαζευκτικές τα διαζευκτικά
     κλητική διαζευκτικοί διαζευκτικές διαζευκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαζευκτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

διαζευκτικός, -ή, -ό

  • όταν η υιοθέτηση μιας επιλογής αποκλείει την ισχύ μιας άλλης

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.