διαζευκτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαζευκτικός | η | διαζευκτική | το | διαζευκτικό |
| γενική | του | διαζευκτικού | της | διαζευκτικής | του | διαζευκτικού |
| αιτιατική | τον | διαζευκτικό | τη | διαζευκτική | το | διαζευκτικό |
| κλητική | διαζευκτικέ | διαζευκτική | διαζευκτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαζευκτικοί | οι | διαζευκτικές | τα | διαζευκτικά |
| γενική | των | διαζευκτικών | των | διαζευκτικών | των | διαζευκτικών |
| αιτιατική | τους | διαζευκτικούς | τις | διαζευκτικές | τα | διαζευκτικά |
| κλητική | διαζευκτικοί | διαζευκτικές | διαζευκτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαζευκτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
διαζευκτικός, -ή, -ό
- όταν η υιοθέτηση μιας επιλογής αποκλείει την ισχύ μιας άλλης
Συνώνυμα
- αλληλοαποκλειόμενος
- οξύμωρος
- διαχωριστικός
- αντιφατικός
Μεταφράσεις
διαζευκτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.